- ακίβδηλος
- ακίβδηλος, -η, -ο και ακιβδήλευτος, -η, -ο1. (για νομίσματα), ανόθευτος, γνήσιος: Το νόμισμα αυτό είναι ακίβδηλο.2. μτφ., ειλικρινής, απονήρευτος: Είχε πάντα χαρακτήρα ακίβδηλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.