ακίβδηλος

ακίβδηλος
ακίβδηλος, -η, -ο και ακιβδήλευτος, -η, -ο
1. (για νομίσματα), ανόθευτος, γνήσιος: Το νόμισμα αυτό είναι ακίβδηλο.
2. μτφ., ειλικρινής, απονήρευτος: Είχε πάντα χαρακτήρα ακίβδηλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀκίβδηλος — unadulterated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακίβδηλος — η, ο (Α ἀκίβδηλος, ον) [κίβδηλος] (κυρίως για νομίσματα) ανόθευτος, γνήσιος αρχ. (για πρόσωπα) άδολος, έντιμος, ειλικρινής …   Dictionary of Greek

  • ἀκιβδήλως — ἀκίβδηλος unadulterated adverbial ἀκίβδηλος unadulterated masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκίβδηλον — ἀκίβδηλος unadulterated masc/fem acc sg ἀκίβδηλος unadulterated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκιβδήλοις — ἀκίβδηλος unadulterated masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκιβδήλου — ἀκίβδηλος unadulterated masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκιβδήλους — ἀκίβδηλος unadulterated masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκιβδήλων — ἀκίβδηλος unadulterated masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκιβδήλῳ — ἀκίβδηλος unadulterated masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκίβδηλα — ἀκίβδηλος unadulterated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”